Bedrift στα ελληνικά

Μετάφραση: bedrift, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίτευξη, διενέργεια, αξιοποιώ, κατόρθωμα, άθλος, feat, άθλο, επίτευγμα
Bedrift στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bebygga στα ελληνικά - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, αξιοποιήσει, βασίζονται σε, βασιστεί στην, βασιστεί, αξιοποίηση
  • bedra στα ελληνικά - φενακίζω, ζαβολιάρης, εξαπατώ, κλέβω, ανόητος, Fool, ξεγελάσουν, ...
  • bedrägeri στα ελληνικά - απάτη, δόλος, Απάτης, της Απάτης, την απάτη, Η απάτη
  • bedräglig στα ελληνικά - δόλιος, απατηλός, παραπλανητικές, παραπλανητικό, παραπλανητική, απατηλό, παραπλανητικών
Τυχαίες λέξεις
Bedrift στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίτευξη, διενέργεια, αξιοποιώ, κατόρθωμα, άθλος, feat, άθλο, επίτευγμα