Διενέργεια στα σουηδικά
Μετάφραση: διενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bedrift, insats, ledande, genomför, genomföra, bedriva
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διενέργεια
διενέργεια εδε, διενέργεια δημοτικών εκλογών, διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών προμηθειών αγαθών με χρήση ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, διενέργεια λεξικό γλώσσας σουηδικά, διενέργεια στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διεκδικώ στα σουηδικά - diskutera, anspråk, fordra, träta, konflikt, fordran, krav, ...
- διεκπεραίωση στα σουηδικά - hantering, hanteringen, hanterings, hantera
- διεξάγω στα σουηδικά - föra, handha, uppförande, förvalta, vandel, beteende, uppträdande, ...
- διεξοδικός στα σουηδικά - väldig, vidlyftig, vidsträckt, ymnig, uttömmande, fullständig, omfattande, ...
Τυχαίες λέξεις
Διενέργεια στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bedrift, insats, ledande, genomför, genomföra, bedriva
Μεταφράσεις: bedrift, insats, ledande, genomför, genomföra, bedriva