Bekvämlighet στα ελληνικά

Μετάφραση: bekvämlighet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεση, παρηγορώ, Comfort, Ανέσεις, άνεσης, Η άνεση
Bekvämlighet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bekräftelse στα ελληνικά - επιβεβαίωση, επιβεβαίωσης, την επιβεβαίωση, επιβεβαίωση της, βεβαίωση
  • bekväm στα ελληνικά - άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
  • bekymmer στα ελληνικά - ανησυχία, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
  • bekämpa στα ελληνικά - καταπολεμώ, μάχη, αγώνας, καταπολέμηση, την καταπολέμηση, καταπολέμηση της, την καταπολέμηση της
Τυχαίες λέξεις
Bekvämlighet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεση, παρηγορώ, Comfort, Ανέσεις, άνεσης, Η άνεση