Belåtenhet στα ελληνικά
Μετάφραση: belåtenhet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρέσκεια, ικανοποίηση, ικανοποίησης, την ικανοποίηση, ευχαρίστηση, πληρότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- belägra στα ελληνικά - πολιορκώ, πιέζω, πολιορκούν, πολιορκήσει, πολιορκήσουν, πολιορκήσει την
- belägring στα ελληνικά - πολιορκία, Siege, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό
- belöna στα ελληνικά - ανταμοιβή, αμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
- belöning στα ελληνικά - αμοιβή, ανταμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Τυχαίες λέξεις
Belåtenhet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρέσκεια, ικανοποίηση, ικανοποίησης, την ικανοποίηση, ευχαρίστηση, πληρότητα
Μεταφράσεις: αρέσκεια, ικανοποίηση, ικανοποίησης, την ικανοποίηση, ευχαρίστηση, πληρότητα