Benbrott στα ελληνικά

Μετάφραση: benbrott, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θλάση, διάλλειμα, σπάσιμο, αντεπίθεση, διχοτομία, κάταγμα, σπάζω, διάλειμμα, κατάγματα, καταγμάτων, τα κατάγματα, σπασίματα, των καταγμάτων
Benbrott στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bemötande στα ελληνικά - μεταχείριση, θεραπεία, αγωγή, θεραπείας, επεξεργασία
  • ben στα ελληνικά - πόδι, κόκαλο, στάδιο, οστό, κόκκαλο, οστών, των οστών
  • benig στα ελληνικά - κοκκαλιάρης, οστεώδη, οστικές, οστέινη, οστεώδεις
  • bensin στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Τυχαίες λέξεις
Benbrott στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θλάση, διάλλειμα, σπάσιμο, αντεπίθεση, διχοτομία, κάταγμα, σπάζω, διάλειμμα, κατάγματα, καταγμάτων, τα κατάγματα, σπασίματα, των καταγμάτων