Κάταγμα στα σουηδικά

Μετάφραση: κάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brott, benbrott, bryta, krossa, fraktur, frakturer
Κάταγμα στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάταγμα

κάταγμα πέους, κάταγμα έξω σφυρού, κάταγμα αγκώνα, κάταγμα περόνης, κάταγμα κόπωσης, κάταγμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, κάταγμα στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • κάστορας στα σουηδικά - bäver, beaver, bävern, i Beaver
  • κάστρο στα σουηδικά - slott, slottet, castle, borg, slotts
  • κάτισχνος στα σουηδικά - mager, tärda, Haggard, härjat, härjad, tärd
  • κάτοικος στα σουηδικά - invånare, bosatt, hemvist, bosatta, med hemvist, är bosatta
Τυχαίες λέξεις
Κάταγμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: brott, benbrott, bryta, krossa, fraktur, frakturer