Beständig στα ελληνικά
Μετάφραση: beständig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχής, αδιάκοπος, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestämma στα ελληνικά - προσδιορίζω, υπολογίζω, καθορίζω, αποφασίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, ...
- bestämmelse στα ελληνικά - παραγραφή, ρύθμιση, κανονισμός, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχή, ...
- beståndsdel στα ελληνικά - συστατικό, συστατικού, ουσία, συστατικών, συστατικά
- bestörtning στα ελληνικά - ανησυχία, κατατρομάζω, τρόμος, φόβος, απογοήτευση, φόβο, απογοήτευσή, ...
Τυχαίες λέξεις
Beständig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών