Αδιάκοπος στα σουηδικά
Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beständig, oupphörliga, oupphörlig, oupphörligt, oavbruten, unceasing
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος
αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας σουηδικά, αδιάκοπος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αδιάβροχος στα σουηδικά - vattentät, vattentätt, vattentäta, vatten, vattenfast
- αδιάθετος στα σουηδικά - dålig, sjuk, sjukdoms, obehag, dig dålig
- αδιάκριτος στα σουηδικά - taktlös, nyfiken, snooper, Snoopers, Snooper har, av Snooper, Snooper är
- αδιάλλακτος στα σουηδικά - styv, fast, stel, oförsonliga, oförsonlig, omedgörliga, omedgörlig, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: beständig, oupphörliga, oupphörlig, oupphörligt, oavbruten, unceasing
Μεταφράσεις: beständig, oupphörliga, oupphörlig, oupphörligt, oavbruten, unceasing