Bett στα ελληνικά
Μετάφραση: bett, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάγκωμα, κεντρίζω, τσιμπώ, δαγκώνω, κεντρί, τσίμπημα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betoning στα ελληνικά - έμφαση, τόνος, τονίζοντας, υπογραμμίζοντας, δίνοντας έμφαση, με έμφαση
- betrakta στα ελληνικά - βλέπω, φρουρά, παρακολουθώ, ρολόι, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, ...
- bettla στα ελληνικά - ικετεύω, παρακαλώ, ζητιανεύω, BEG, της BEG, την BEG, η BEG, ...
- betvivla στα ελληνικά - αμφισβητώ, αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
Τυχαίες λέξεις
Bett στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάγκωμα, κεντρίζω, τσιμπώ, δαγκώνω, κεντρί, τσίμπημα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Μεταφράσεις: δάγκωμα, κεντρίζω, τσιμπώ, δαγκώνω, κεντρί, τσίμπημα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει