Bo στα ελληνικά
Μετάφραση: bo, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωντανός, μένω, διαμένω, οίκος, θαλάμη, κατοικώ, φωλιάζω, φωλιά, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blöt στα ελληνικά - περιχύω, υγρός, βρεγμένος, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
- blöta στα ελληνικά - εμποτίζω, μουσκεύω, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
- bock στα ελληνικά - φτιάξιμο, λάθος, στροφή, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής
- bod στα ελληνικά - μαγαζί, προδίδω, ψωνίζω, Δ.Σ., ΔΣ, του Διοικητικού Συμβουλίου, Δ.Σ
Τυχαίες λέξεις
Bo στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωντανός, μένω, διαμένω, οίκος, θαλάμη, κατοικώ, φωλιάζω, φωλιά, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Μεταφράσεις: ζωντανός, μένω, διαμένω, οίκος, θαλάμη, κατοικώ, φωλιάζω, φωλιά, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει