Κατοικώ στα σουηδικά

Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vistas, bebo, bo, lever, bor, leva, levande
Κατοικώ στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικώ

κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, κατοικώ στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • κατοικίδιος στα σουηδικά - inrikes, inhemsk, domestice, domesticerade, tama, tämjd, tämjde
  • κατοικημένος στα σουηδικά - bostäder, bostadsområde, bostads-, bostadshus, bostads
  • κατολίσθηση στα σουηδικά - glidande, glid, skjut, skjutbara, glider
  • κατορθώνω στα σουηδικά - vinna, anlända, nå, utföra, förvärva, räcka, lägga över, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: vistas, bebo, bo, lever, bor, leva, levande