Bog στα ελληνικά

Μετάφραση: bog, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάλα, ώμος, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων
Bog στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bock στα ελληνικά - φτιάξιμο, λάθος, στροφή, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής
  • bod στα ελληνικά - μαγαζί, προδίδω, ψωνίζω, Δ.Σ., ΔΣ, του Διοικητικού Συμβουλίου, Δ.Σ
  • bogsera στα ελληνικά - στουπί, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, έλκει
  • boja στα ελληνικά - δεσμεύω, πεδικλώνω, Fetter
Τυχαίες λέξεις
Bog στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάλα, ώμος, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων