Dela στα ελληνικά
Μετάφραση: dela, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, χωρίζω, μοίρα, διχάζω, διχοτομία, διαιρώ, μετοχή, μερίδιο, Μοιράσου το, Μοιραστείτε, Share
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dekret στα ελληνικά - εντολή, θέσπισμα, παραγγελία, προσταγή, παραγγέλλω, θεσπίζω, διάταγμα, ...
- del στα ελληνικά - εξάρτημα, μερίδα, κλήρος, χωρίζω, μοιράζω, μοιράζομαι, μερίδιο, ...
- delbar στα ελληνικά - διαιρετός, διαιρείται, διαιρετό, διαιρετή, διαιρετά
- delfin στα ελληνικά - δελφίνι, Dolphin, δελφινιών, δελφίνια, των δελφινιών
Τυχαίες λέξεις
Dela στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, χωρίζω, μοίρα, διχάζω, διχοτομία, διαιρώ, μετοχή, μερίδιο, Μοιράσου το, Μοιραστείτε, Share
Μεταφράσεις: μοιράζω, χωρίζω, μοίρα, διχάζω, διχοτομία, διαιρώ, μετοχή, μερίδιο, Μοιράσου το, Μοιραστείτε, Share