Διχάζω στα σουηδικά
Μετάφραση: διχάζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skilja, dela, bifurcate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχάζω
διχάζω συνώνυμα, διχάζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, διχάζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διυλιστήριο στα σουηδικά - raffinaderi, raffinaderiet, raffinerings
- διφορούμενος στα σουηδικά - tvetydig, tvetydiga, tvetydigt, oklar, oklara
- διχασμός στα σουηδικά - uppdelning, division, divisionen, uppdelningen, delning
- διχοτομία στα σουηδικά - spricka, bryta, brott, dela, benbrott, skilja, krossa, ...
Τυχαίες λέξεις
Διχάζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: skilja, dela, bifurcate
Μεταφράσεις: skilja, dela, bifurcate