Domstol στα ελληνικά

Μετάφραση: domstol, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, παγκάκι, επιτροπή, ερωτοτροπώ, έδρα, αυλή, δικαστήριο, πάγκος, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
Domstol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • domkyrka στα ελληνικά - καθεδρικός ναός, καθεδρικός, καθεδρικό ναό, τον καθεδρικό ναό, καθεδρικό ναό του
  • domprost στα ελληνικά - κοσμήτορας, πρύτανης, Dean, παγίδα Dean, Ντιν
  • donera στα ελληνικά - παρουσιάζω, παρών, δώρο, παραδίνω, δίνω, δωρίσουν, δωρίσει, ...
  • dop στα ελληνικά - βάπτισμα, βάφτιση, Βάπτιση, Βαπτίσματος, βάπτισης
Τυχαίες λέξεις
Domstol στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, παγκάκι, επιτροπή, ερωτοτροπώ, έδρα, αυλή, δικαστήριο, πάγκος, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική