Έδρανο στα σουηδικά
Μετάφραση: έδρανο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domstol, hållning, bänk, lager, lagret, bäring, bärande
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έδρανο
έδρανο καρέκλες, ωστικό έδρανο, έδρανο έπιπλα, ακτινικό έδρανο, έδρανο κύλισης, έδρανο λεξικό γλώσσας σουηδικά, έδρανο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- έδαφος στα σουηδικά - land, område, jord, landa, territorium, mark, botten, ...
- έδρα στα σουηδικά - bänk, domstol, sittplats, säte, sätet, plats
- έθιμα στα σουηδικά - tullen, tull, tull-, seder
- έθιμο στα σουηδικά - sedvänja, sed, beställnings, anpassade, anpassad, Anpassningsbar, beställnings-
Τυχαίες λέξεις
Έδρανο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: domstol, hållning, bänk, lager, lagret, bäring, bärande
Μεταφράσεις: domstol, hållning, bänk, lager, lagret, bäring, bärande