Ersätta στα ελληνικά
Μετάφραση: ersätta, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικαθιστώ, αναπληρώνω, εκτοπίζω, αντισταθμίζω, αντικατάσταση, αντικαθιστώντας, αντικαθιστά, την αντικατάσταση, που αντικαθιστά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- erosion στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του
- erotisk στα ελληνικά - ερωτικός, ερωτική, ερωτικό, ερωτικά, ερωτικές
- ersättning στα ελληνικά - συμψηφισμός, αποζημίωση, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
- ertappa στα ελληνικά - πιάνω, αρπάζω, ΑΛΙΕΥΜΑΤΩΝ, ΑΛΙΕΥΜΑ, ΤΟ ΑΛΙΕΥΜΑ, ΑΛΙΕΥΣΕΙΣ, ΑΛΙΕΥΣΕΩΝ
Τυχαίες λέξεις
Ersätta στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικαθιστώ, αναπληρώνω, εκτοπίζω, αντισταθμίζω, αντικατάσταση, αντικαθιστώντας, αντικαθιστά, την αντικατάσταση, που αντικαθιστά
Μεταφράσεις: αντικαθιστώ, αναπληρώνω, εκτοπίζω, αντισταθμίζω, αντικατάσταση, αντικαθιστώντας, αντικαθιστά, την αντικατάσταση, που αντικαθιστά