Fängelse στα ελληνικά

Μετάφραση: fängelse, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωφρονιστήριο, φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
Fängelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fälla στα ελληνικά - παγίδα, καρτέρι, παγιδεύω, ενέδρα, παγίδας, παγιδεύουν, παγίδευσης, ...
  • fält στα ελληνικά - πεδίο, τομέας, χωράφι, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα
  • färd στα ελληνικά - ταξιδεύω, ταξίδι, εγγραφή, εγγραφής, καταγραφή, καταγραφής, ελέγχου
  • färdig στα ελληνικά - πανέτοιμος, έτοιμος, έτοιμη, έτοιμο, έτοιμοι, έτοιμα
Τυχαίες λέξεις
Fängelse στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωφρονιστήριο, φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής