Förslå στα ελληνικά
Μετάφραση: förslå, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεπαίρνω, μεταφέρω, μεταφορά, αποστάσεων, ανάσυρση, ανάσυρσης, προορισμούς, αποστάσεις
Μεταφράσεις
- forskare στα ελληνικά - ερευνητές, Οι ερευνητές, ερευνητών, τους ερευνητές, Ερευνητή
- forskning στα ελληνικά - έρευνα, Ε, R, Κ, το R, Ρ
- fort στα ελληνικά - γρήγορος, γοργά, γοργός, γρήγορα, γρήγορη, γρήγορο, ταχείας
- fortsätta στα ελληνικά - συνεχίζομαι, συνεχίζω, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν
Τυχαίες λέξεις
Förslå στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεπαίρνω, μεταφέρω, μεταφορά, αποστάσεων, ανάσυρση, ανάσυρσης, προορισμούς, αποστάσεις
Μεταφράσεις: συνεπαίρνω, μεταφέρω, μεταφορά, αποστάσεων, ανάσυρση, ανάσυρσης, προορισμούς, αποστάσεις