Faktiskt στα ελληνικά

Μετάφραση: faktiskt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλήθεια, πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως
Faktiskt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fackla στα ελληνικά - φακός, δάδα, Torch, φακό, πυρσό
  • fadd στα ελληνικά - κενός, άγευστος, επίπεδος, άνοστος, ανούσιος, αηδής, διαμέρισμα, ...
  • faktor στα ελληνικά - παράγοντας, συντελεστής, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο
  • faktum στα ελληνικά - γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, ότι
Τυχαίες λέξεις
Faktiskt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλήθεια, πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως