Gängse στα ελληνικά

Μετάφραση: gängse, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, συνηθισμένος, κανονικός, φυσιολογικός, κανονική, κανονικής, κανονικές
Gängse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gäldenär στα ελληνικά - οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
  • gäng στα ελληνικά - σπείρα, καθορισμένος, τοποθετώ, ταινία, κύκλος, πακέτο, τράπουλα, ...
  • gärna στα ελληνικά - χαρούμενα, εκών, είναι ευτυχισμένος, είναι στην ευχάριστη θέση, είναι ευτυχής, χαρεί, χαρούμε
  • gärning στα ελληνικά - αγωγή, δράση, διάβημα, επενέργεια, πράξη, πράξης, μάλιστα, ...
Τυχαίες λέξεις
Gängse στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, συνηθισμένος, κανονικός, φυσιολογικός, κανονική, κανονικής, κανονικές