Grön στα ελληνικά

Μετάφραση: grön, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου
Grön στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gråta στα ελληνικά - κραυγή, φωνάζω, κλαίω, κλάμα, την κραυγή, φωνή, cry
  • gröda στα ελληνικά - θερίζω, σοδειά, τρύγος, καλλιέργεια, συγκομιδή, Crop, Περικοπή
  • grönska στα ελληνικά - πρασινάδα, Πράσινο, Πρασίνου, Βλαστηση, Greenery
  • grönt στα ελληνικά - πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου
Τυχαίες λέξεις
Grön στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου