Grundläggande στα ελληνικά
Μετάφραση: grundläggande, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεμελιώδης, ουσιώδης, βασικός, βασικού, βασικές, βασική, βασικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grunda στα ελληνικά - βρήκα, ιδρύω, αβαθής, ρηχά νερά, ρηχός, ρηχά, ρηχή
- grundlig στα ελληνικά - εξονυχιστικός, λεπτομερής, βαθυστόχαστος, βαθύς, βάθος, βάθους, το βάθος, ...
- grundämne στα ελληνικά - στοιχείο, στοιχειώδης, στοιχειακή, στοιχειακό, στοιχειακού, στοιχειώδη
- grupp στα ελληνικά - ομάδα, όμιλος, τοποθετώ, καθορισμένος, σύμπλεγμα, συγκρότημα, ομάδας, ...
Τυχαίες λέξεις
Grundläggande στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεμελιώδης, ουσιώδης, βασικός, βασικού, βασικές, βασική, βασικών
Μεταφράσεις: θεμελιώδης, ουσιώδης, βασικός, βασικού, βασικές, βασική, βασικών