Hast στα ελληνικά

Μετάφραση: hast, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορμή, τρέχω, βιάζομαι, σπεύδω, βιασύνη, βιαστικά, σπουδή, εσπευσμένα, βιασύνης
Hast στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • harva στα ελληνικά - σβάρνα, οδυνηρή, Βασανιστικός, βασανιστική, σπαρακτική, σπαρακτικές
  • hassel στα ελληνικά - φουντουκιά, Hazel, φουντουκιές, φουντουκιάς, τη φουντουκιά
  • hasta στα ελληνικά - ορμή, βιασύνη, σπεύδω, τρέχω, βιάζομαι, Hasta
  • hastig στα ελληνικά - γρήγορα, κοφτός, γρήγορος, γοργός, ταχύς, ταχεία, ταχείας, ...
Τυχαίες λέξεις
Hast στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορμή, τρέχω, βιάζομαι, σπεύδω, βιασύνη, βιαστικά, σπουδή, εσπευσμένα, βιασύνης