I στα ελληνικά

Μετάφραση: i, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, στο, στην, στη, στον
I στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hövding στα ελληνικά - ηγετικός, κύριος, αρχηγός, προϊστάμενος, επικεφαλής, επικεφαλής της
  • hövlig στα ελληνικά - ευγενικός, ευγενικό, εξυπηρετικό, ευγενικοί, ευγενική
  • iakttaga στα ελληνικά - παρατηρώ, τηρώ, τηρούν, παρατηρούμε, τηρεί, παρατηρούν
  • ibland στα ελληνικά - ενίοτε, Περιστασιακά, Μερικές φορές, Κατά καιρούς
Τυχαίες λέξεις
I στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, στο, στην, στη, στον