Inställning στα ελληνικά

Μετάφραση: inställning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέγαση, ρύθμιση, κατάλυμα, σύνθεση, περιβάλλον, καθορισμό, ρύθμισης
Inställning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • instrument στα ελληνικά - όργανο, εργαλείο, Μέσο, μέσου, Instrument
  • inställa στα ελληνικά - ακυρώνω, ρύθμιση, προσαρμογή, την προσαρμογή, ρύθμισης, τη ρύθμιση
  • instämma στα ελληνικά - παραδέχομαι, εισάγω, δέχομαι, αποδέχομαι, αναγνωρίζω, συμφωνώ, συμφωνούν, ...
  • insättning στα ελληνικά - αποθήκη, προσχώνω, ταμείο, ίζημα, επαναθέτω, κατάθεση, κατάθεσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Inställning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέγαση, ρύθμιση, κατάλυμα, σύνθεση, περιβάλλον, καθορισμό, ρύθμισης