Invånare στα ελληνικά

Μετάφραση: invånare, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμος, κάτοικος, κατοίκους, κάτοικοι, κατοίκων, οι κάτοικοι, τους κατοίκους
Invånare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • invända στα ελληνικά - αντιτείνω, αντικείμενο, αντικειμένου, σκοπός, στόχος, αντικείμενο της
  • invärtes στα ελληνικά - εσωτερικός, μέσα, εσωτερικώς, σπλαχνικού, σπλαχνικό, σπλαγχνική, σπλαχνική, ...
  • iris στα ελληνικά - ίρις, Ίρις, Iris, Ίριδα, ίριδας, Το Iris
  • ironi στα ελληνικά - ειρωνεία, Η ειρωνεία, Irony, την ειρωνεία, ειρωνία
Τυχαίες λέξεις
Invånare στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμος, κάτοικος, κατοίκους, κάτοικοι, κατοίκων, οι κάτοικοι, τους κατοίκους