Kön στα ελληνικά
Μετάφραση: kön, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύλο, σεξ, έρωτας, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kök στα ελληνικά - κουζίνα, κουζίνες, κουζίνας, κουζινών, μαγειρεία
- köld στα ελληνικά - καταψύχω, παχνιάζομαι, πάχνη, κρουσταλλιάζω, παγώνω, παγωνιά, παγετός, ...
- köp στα ελληνικά - αγορά, αγοράζω, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
- köpa στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
Τυχαίες λέξεις
Kön στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύλο, σεξ, έρωτας, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
Μεταφράσεις: φύλο, σεξ, έρωτας, φύλου, το φύλο, σεξουαλική