Kamin στα ελληνικά

Μετάφραση: kamin, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουζίνα, θερμάστρα, θερμαντήρα, θερμαντήρας, θέρμανσης, θερμοσίφωνα
Kamin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kamera στα ελληνικά - κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής
  • kamfer στα ελληνικά - κάμφορα, καμφορά, καμφοράς, καμφορο, καμφορ
  • kamma στα ελληνικά - χτένα, χτενίζω, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
  • kammare στα ελληνικά - κοιλότητα, θαλάμη, θάλαμος, τμήμα, θάλαμο, θαλάμου, Επιμελητήριο
Τυχαίες λέξεις
Kamin στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουζίνα, θερμάστρα, θερμαντήρα, θερμαντήρας, θέρμανσης, θερμοσίφωνα