Kulen στα ελληνικά

Μετάφραση: kulen, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγροίκος, αγενής, Kulen
Kulen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kul στα ελληνικά - κωμικός, διασκέδαση, πλάκα, κέφι, αστείος, περίεργος, τη διασκέδαση, ...
  • kula στα ελληνικά - γλόμπος, μπάλα, λημέρι, καταγώγιο, κουβάρι, σφαίρα, βολβός, ...
  • kulle στα ελληνικά - λόφος, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ
  • kult στα ελληνικά - λατρεία, λατρείας, cult, λατρευτικό, η λατρεία
Τυχαίες λέξεις
Kulen στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγροίκος, αγενής, Kulen