Lätt στα ελληνικά
Μετάφραση: lätt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσβάλλω, άνετος, απλοϊκός, ελαφρύς, μικρός, εύκολα, θίγω, εύκολος, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- läspa στα ελληνικά - τραυλισμός, ψεύδισμα, ψευδίζω, τραύλισμα, τραυλίζω, ψελλίζω, lisp
- läspning στα ελληνικά - τραυλισμός, ψεύδισμα, ψευδίζω, τραύλισμα, τραυλίζω, ψελλίζω, lisp
- lätta στα ελληνικά - καταπραΰνω, άνεση, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
- lätthet στα ελληνικά - καταπραΰνω, άνεση, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Τυχαίες λέξεις
Lätt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσβάλλω, άνετος, απλοϊκός, ελαφρύς, μικρός, εύκολα, θίγω, εύκολος, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Μεταφράσεις: προσβάλλω, άνετος, απλοϊκός, ελαφρύς, μικρός, εύκολα, θίγω, εύκολος, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση