Λέξη: εξωθώ

Σχετικές λέξεις: εξωθώ

ωθώ συνώνυμο, εξωθώ συνώνυμα

Συνώνυμα: εξωθώ

ενθαρρύνω, παρακινώ, υποκινώ, υποβοηθώ, απελαύνω, εκδιώκω, αποβάλλω, αναγκάζω, βιάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, εκβάλλω, εξέχω, προεξέχω

Μεταφράσεις: εξωθώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impel, extrude, abet, expel, protrude, instigate
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incitar, espolear, animar, impeler, empujar, extrudir, extrusión, Extruir, de extrusión, extrude
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zwingen, antreiben, extrudieren, extrude, Linear austragen, verdrängen, zu extrudieren
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hâter, contraindre, pousser, mouvoir, stimuler, presser, aiguillonner, pourchasser, forcer, animer, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
forzare, costringere, estrudere, estrusione, Estrudi, Extrude, di estrusione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imparcial, impelir, expulsar, Extrude, extrusão, expulse, de extrusão
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stuwen, verdrijven, wegjagen, Extrude, extruderen, Extrudeer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
принуждать, вынуждать, заставлять, побудить, склонять, понудить, выталкивать, Extrude, выдавливания, Выдавливание, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
extrude, Extrude-, Ekstruder, Ekstrudere
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvinga, extrudera, pressa, formpressa, extrude, strängspruta
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakottaa, ajaa, lähettää, työntää ulos, puristaa ulos, Extrude, pursota, Puristetaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
extrude, ekstruderer, ekstruder, ekstrudere
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pohánět, pobídnout, přinutit, hnát, popohnat, vysunutí, Vytáhnout, Extrude, vytažení
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmuszać, pchać, popędzać, pobudzać, wyrzucać, Extrude, Wyciągnięcie, wyciągnięcia, wytłaczania
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kilök, kihúzás, Extrude, extrudálása, Az Extrude
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ihraç etmek, a'ya, extrude, delay, Azimuth
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затримка, перешкода, виштовхувати, виштовхуватиме
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detyroj, shtrydh, nxjerr, e shtrydh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
избутвам, Extrude, Взема, екструдиране, пресовам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выштурхоўваць, выпіхваць, выштурхваць, выціскаць, выкідваць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
välja suruma, välja tõukama, pressida, läbisurumiseks, ekstruud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagnati, tjerati, nagoniti, poticati, utiskivati, istisnuti, žigosati, ekstrudiranja, izgurati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
extrude
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išstumti, presuoti, išspausti, Praeiti, Izgrūst
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izgrūst, izspiestu, izspiež, izstumt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
екструдиран
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
forţa, împinge afară, Extrude, extrudare, extrudati, extrudarea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nat, Iztisnete, Utiskivati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hnát, prinútiť, donútiť, nútiť, zaväzovať, zaviazať
Τυχαίες λέξεις