Lin στα ελληνικά

Μετάφραση: lin, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λινό, λινάρι, Λιν, Lin, Ο Lin, ϋη
Lin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lim στα ελληνικά - μαστίχα, κόλλα, κολλώ, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
  • limpa στα ελληνικά - φρατζόλα, καρβέλι, φραντζόλα, ψωμί, φραντζόλας
  • lina στα ελληνικά - παρατάσσω, γραμμή, ρυτίδα, επενδύω, σκοινί, γραμμής, σύμφωνα, ...
  • lind στα ελληνικά - ασβέστης, εκκαθάρισης, εκκαθάριση, περιέλιξης, περιέλιξη, τύλιγμα
Τυχαίες λέξεις
Lin στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λινό, λινάρι, Λιν, Lin, Ο Lin, ϋη