Λινάρι στα σουηδικά
Μετάφραση: λινάρι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lin, lin-, av lin, spånadslin, linfibrer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινάρι
λινάρι ιδιότητες, λινάρι φυτό, λινάρι καλλιέργεια, παραλία λινάρι, λινάρι λεξικό γλώσσας σουηδικά, λινάρι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- λιμουζίνα στα σουηδικά - limousine, limousin, limousiner, limousinen
- λιμός στα σουηδικά - hungersnöd, svält, hungersnöden, svälten, hunger
- λινό στα σουηδικά - lin, linne, kläder, sängkläder, lakan
- λινός στα σουηδικά - linne, cambric, kambrik, batist
Τυχαίες λέξεις
Λινάρι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: lin, lin-, av lin, spånadslin, linfibrer
Μεταφράσεις: lin, lin-, av lin, spånadslin, linfibrer