Mäktig στα ελληνικά
Μετάφραση: mäktig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυναμικός, δυνατός, κραταιός, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Μεταφράσεις
- mytologi στα ελληνικά - μυθολογία, μυθολογίας, τη μυθολογία, την μυθολογία
- mäklare στα ελληνικά - πράκτορας, παράγων, παράγοντας, χρηματομεσίτης, συντελεστής, μεσίτης, Broker, ...
- mängd στα ελληνικά - πλήθος, ποσότητα, ποσόν, ποσό, ανέρχομαι, ποικιλία, ποικιλίας, ...
- mänsklig στα ελληνικά - άνθρωπος, ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης
Τυχαίες λέξεις
Mäktig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυναμικός, δυνατός, κραταιός, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Μεταφράσεις: δυναμικός, δυνατός, κραταιός, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές