Δυνατός στα σουηδικά
Μετάφραση: δυνατός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stark, mäktig, gedigen, kraftig, solid, stadig, fast, väldig, möjligt, möjliga, möjlig, är möjligt, kan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυνατός
δυνατός συνώνυμα, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός καφές, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός βήχας, δυνατός λεξικό γλώσσας σουηδικά, δυνατός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δυναμικός στα σουηδικά - stark, mäktig, dynamisk, dynamiska, dynamiskt, dynamik
- δυνατά στα σουηδικά - högt, högljutt, ljudligt
- δυο στα σουηδικά - två, båda
- δυσάρεστος στα σουηδικά - obehaglig, otrevlig, obehagligt, obehag, obehagliga, oangenäm
Τυχαίες λέξεις
Δυνατός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: stark, mäktig, gedigen, kraftig, solid, stadig, fast, väldig, möjligt, möjliga, möjlig, är möjligt, kan
Μεταφράσεις: stark, mäktig, gedigen, kraftig, solid, stadig, fast, väldig, möjligt, möjliga, möjlig, är möjligt, kan