Mänsklighet στα ελληνικά

Μετάφραση: mänsklighet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
Mänsklighet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mängd στα ελληνικά - πλήθος, ποσότητα, ποσόν, ποσό, ανέρχομαι, ποικιλία, ποικιλίας, ...
  • mänsklig στα ελληνικά - άνθρωπος, ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης
  • märka στα ελληνικά - παρατήρηση, σημαίνω, σημειώνω, διαβλέπω, βαθμός, αντιλαμβάνομαι, παρατηρώ, ...
  • märke στα ελληνικά - ανακαλύπτω, ανιχνεύω, σφραγίδα, στιγματίζω, σημαίνω, σημάδι, ίχνος, ...
Τυχαίες λέξεις
Mänsklighet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα