Man στα ελληνικά
Μετάφραση: man, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύζυγος, άνθρωπος, άνδρας, επανδρώνω, ένας, ένα, μία, μια, ενός
Μεταφράσεις
- mamma στα ελληνικά - μαμά, μάνα, Η μαμά, mom, τη μαμά, μητέρα
- mammut στα ελληνικά - μαμμούθ, μαμούθ, τιτάνιο, κολοσσιαίο, γιγαντιαίο
- mana στα ελληνικά - παρακινώ, παρόρμηση, παραινώ, παροτρύνω, Mana, μάνα, το Mana, ...
- mandat στα ελληνικά - εντολή, εντολής, την εντολή, θητείας, θητεία
Τυχαίες λέξεις
Man στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύζυγος, άνθρωπος, άνδρας, επανδρώνω, ένας, ένα, μία, μια, ενός
Μεταφράσεις: σύζυγος, άνθρωπος, άνδρας, επανδρώνω, ένας, ένα, μία, μια, ενός