Moder στα ελληνικά

Μετάφραση: moder, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φράγμα, φραγμός, μητέρα, τάφρος, μητρική εταιρεία, Μητρική, Μητρικής, γονέα, μητρικές
Moder στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mode στα ελληνικά - διαμορφώνω, πλάθω, στύλος, ύφος, σχηματίζω, μόδα, μόδας, ...
  • modell στα ελληνικά - μακέτα, μανεκέν, μοντέλο, πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλου, το μοντέλο
  • moderlig στα ελληνικά - μητρικός, μητρική, μητρικής, motherly, μητρικά
  • modern στα ελληνικά - σύγχρονος, μοντέρνος, Σύγχρονη, Μοντέρνα, Μοντέρνο
Τυχαίες λέξεις
Moder στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φράγμα, φραγμός, μητέρα, τάφρος, μητρική εταιρεία, Μητρική, Μητρικής, γονέα, μητρικές