Nog στα ελληνικά

Μετάφραση: nog, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαρκώς, νισάφι, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Nog στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nivå στα ελληνικά - πτυχίο, βαθμός, επίπεδο, επιπέδου, το επίπεδο, επίπεδα
  • njure στα ελληνικά - νεφρό, νεφρού, νεφρών, νεφρά, των νεφρών
  • noggrann στα ελληνικά - προσεκτικός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
  • noggrannhet στα ελληνικά - ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
Τυχαίες λέξεις
Nog στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαρκώς, νισάφι, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά