Plikt στα ελληνικά
Μετάφραση: plikt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχρέωση, δασμοί, καθήκον, ευθύνη, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
Μεταφράσεις
- platta στα ελληνικά - πλάκα, πιάτο, πλάκας, πινακίδα, έλασμα
- platå στα ελληνικά - οροπέδιο, Plateau, Οροπεδίου, οροπέδιο του, πλάτωμα
- plissera στα ελληνικά - πιέτα
- plocka στα ελληνικά - μαζεύομαι, συλλέγω, συγκεντρώνομαι, κασμάς, μαζεύω, περισυλλέγω, κόβω, ...
Τυχαίες λέξεις
Plikt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχρέωση, δασμοί, καθήκον, ευθύνη, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
Μεταφράσεις: υποχρέωση, δασμοί, καθήκον, ευθύνη, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό