Portvakt στα ελληνικά

Μετάφραση: portvakt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αχθοφόρος, porter, θυρωρός, μεταφοράς αποσκευών, Πόρτερ
Portvakt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • portmonnä στα ελληνικά - πορτοφόλι, γρι, τσάντα, το πορτοφόλι
  • porträtt στα ελληνικά - εικόνα, πορτρέτο, απεικόνιση, πορτραίτο, πορτρέτου, προσωπογραφία, το πορτρέτο
  • porös στα ελληνικά - σπογγώδης, πορώδης, πορώδες, πορώδη, πορώδους, πορώδεις
  • positiv στα ελληνικά - θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
Τυχαίες λέξεις
Portvakt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αχθοφόρος, porter, θυρωρός, μεταφοράς αποσκευών, Πόρτερ