Publik στα ελληνικά

Μετάφραση: publik, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακροατήριο, κοινός, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
Publik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • psykolog στα ελληνικά - ψυχολόγος, ψυχολόγο, Ο ψυχολόγος, Ψυχολόγου, Η ψυχολόγος
  • psykologi στα ελληνικά - ψυχολογία, Ψυχολογίας, την ψυχολογία, η ψυχολογία, της ψυχολογίας
  • puder στα ελληνικά - πασπαλίζω, πούδρα, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως
  • puls στα ελληνικά - παλμός, σφυγμός, παλμού, παλμό, παλμών
Τυχαίες λέξεις
Publik στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακροατήριο, κοινός, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου