Råna στα ελληνικά

Μετάφραση: råna, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεγυμνώνω, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
Råna στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • råg στα ελληνικά - σίκαλη, σίκαλης, σικάλεως, τη σίκαλη, σίκαλης που
  • rån στα ελληνικά - ληστεία, κλοπή, ληστείας, mugging, ληστείες
  • röd στα ελληνικά - κόκκινος, ροδαλός, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου
  • rök στα ελληνικά - καπνοί, καπνίζω, καυσαέριο, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, ...
Τυχαίες λέξεις
Råna στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεγυμνώνω, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob