Ληστεύω στα σουηδικά

Μετάφραση: ληστεύω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
röva, råna, rob, beröva, plundra, berövar
Ληστεύω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ληστεύω

ληστεύω λεξικό γλώσσας σουηδικά, ληστεύω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ληστής στα σουηδικά - rövare, rånare, rånaren, rövaren
  • ληστεία στα σουηδικά - röveri, rån, rånet, robbery
  • λιάζομαι στα σουηδικά - sola, hyllas, sola sig, värma sig, njuter
  • λιανικός στα σουηδικά - detaljhandeln, detaljhandel, cirka, detaljhandels, retail
Τυχαίες λέξεις
Ληστεύω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: röva, råna, rob, beröva, plundra, berövar