Röd στα ελληνικά

Μετάφραση: röd, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόκκινος, ροδαλός, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου
Röd στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rån στα ελληνικά - ληστεία, κλοπή, ληστείας, mugging, ληστείες
  • råna στα ελληνικά - ξεγυμνώνω, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
  • rök στα ελληνικά - καπνοί, καπνίζω, καυσαέριο, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, ...
  • röka στα ελληνικά - καπνοί, καπνός, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Τυχαίες λέξεις
Röd στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόκκινος, ροδαλός, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου