Riklig στα ελληνικά

Μετάφραση: riklig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύπορος, πλούσιος, άφθονος, αρκετός, ευκατάστατος, επαρκής, επαρκώς, άφθονη, άφθονο, άνετο
Riklig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rike στα ελληνικά - βασίλειο, τομέας, σφαίρα, βασιλείου, βασιλεία, βασιλείας, βασίλειό
  • rikedom στα ελληνικά - πλούτος, πλούτη, πλούτου, πλούτο, τον πλούτο, του πλούτου
  • riksdag στα ελληνικά - κοινοβούλιο, βουλή, Κοινοβουλίου, το κοινοβούλιο, του Κοινοβουλίου
  • riksäpple στα ελληνικά - μπάλα, κουβάρι, σφαίρα, ήβ, orb, σφαίρα ακτινοβολίας, κύκλος
Τυχαίες λέξεις
Riklig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύπορος, πλούσιος, άφθονος, αρκετός, ευκατάστατος, επαρκής, επαρκώς, άφθονη, άφθονο, άνετο