Εύπορος στα σουηδικά

Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förmögen, yppig, riklig, biflod, rik, sparsam, Thrifty, spar, sparsamma, sparsamt
Εύπορος στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύπορος

εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας σουηδικά, εύπορος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εύκρατος στα σουηδικά - nykter, tempererat, tempererade, tempererad, milda, måttlig
  • εύπιστος στα σουηδικά - godtrogna, lättlurade, lättlurad, godtrogen, gullible
  • εύρημα στα σουηδικά - finna, upptäcka, hitta, hittar, du, att hitta
  • εύρος στα σουηδικά - amplitud, vidd, bredd, bredden
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: förmögen, yppig, riklig, biflod, rik, sparsam, Thrifty, spar, sparsamma, sparsamt