Ευκατάστατος στα σουηδικά
Μετάφραση: ευκατάστατος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
riklig, förmögen, rik, yppig, välbeställda, väl utanför, väl av, väl off, det bra
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευκατάστατος
ευκατάστατος συνώνυμο, ευκατάστατος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ευκατάστατος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ευκαιρία στα σουηδικά - tillfälle, slump, tillfällig, chans, slumpvis, lycka, riskera, ...
- ευκαμψία στα σουηδικά - flexibilitet, flexibiliteten, flexibilitets, flexibel, flexibilitet som
- ευκολία στα σουηδικά - lindra, lätthet, lätta, underlätta
- ευκολόπιστος στα σουηδικά - efkolopistos
Τυχαίες λέξεις
Ευκατάστατος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: riklig, förmögen, rik, yppig, välbeställda, väl utanför, väl av, väl off, det bra
Μεταφράσεις: riklig, förmögen, rik, yppig, välbeställda, väl utanför, väl av, väl off, det bra