Säl στα ελληνικά
Μετάφραση: säl, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αίθουσα, άλας, Sal, Σαλ, ταση, δαίΐ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sakrament στα ελληνικά - μυστήριο, Θεία ευχαριστία, Θείο μυστήριο, Μυστηρίου, Ευχαριστίας
- sakta στα ελληνικά - βραδύς, σιγά-, αργά, σιγά, βραδέως, αργή
- salamander στα ελληνικά - σαλαμάνδρα, Salamander, σαλαμάνδρας, Η Salamander, σαλαμάνδρες
- salighet στα ελληνικά - ευδαιμονία, ευδαιμονίας, ευτυχία, ευτυχίας, μακαριότητα
Τυχαίες λέξεις
Säl στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αίθουσα, άλας, Sal, Σαλ, ταση, δαίΐ
Μεταφράσεις: αίθουσα, άλας, Sal, Σαλ, ταση, δαίΐ